- ευτραφής
- ης, ες упитанный, откормленный; дородный; тучный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐτραφής — well fed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτραφής — ές (ΑΜ εὐτραφής, ές) καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος αρχ. 1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη 2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές η ευτροφία. επίρρ... ευτραφώς (ΑΜ… … Dictionary of Greek
εὐτραφῆς — εὐτραφέω to be well nourished pres ind act 2nd sg (doric) εὐτραφής well fed masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐτραφής well fed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραφῆ — εὐτραφής well fed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτραφής well fed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτραφής well fed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραφέστερον — εὐτραφής well fed adverbial comp εὐτραφής well fed masc acc comp sg εὐτραφής well fed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραφές — εὐτραφής well fed masc/fem voc sg εὐτραφής well fed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραφέστατον — εὐτραφής well fed masc acc superl sg εὐτραφής well fed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραφεστάτη — εὐτραφής well fed fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραφεστάτου — εὐτραφής well fed masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραφεστάτους — εὐτραφής well fed masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραφεστέροις — εὐτραφής well fed masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)